δοξαστικός, -ή, -όν
I
ἐπιστήμη op. ἀλήθειαPl.Sph.233c.
2 basado en la opinión o la conjetura
γνῶσιςHero Def.136.2.
II
θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦArist.EN 1140b26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.in APr.32.21,
ἔννοιαιEpicur.Sent.[5] 24,
δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησιςPlu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d,
λόγοςPlot.2.2.3,
εὐφυΐαDam.Isid.32
•subst. ὁ δ. de pers. el que tiene opinión
op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμωνPl.Tht.207c, op. σοφός:
οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφόςS.E.M.7.157
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) arte que se basa en la opinión Pl.Sph.268c,
μιαίνεται ἡ διάνοια ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυταιPorph.Abst.4.20
•τὸ δ. facultad de opinar
op. αἰσθητικόνArist.de An.413b30, Plu.2.1031e.
2 ingenioso, lleno de ideas
ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναιIsoc.13.17
•subst.
τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόνAntig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.
III glorificador
τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεταιGr.Nyss.Maced.108.33.
IV adv. -ῶς mediante opinión o juicio
τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειανArist.APr.43b8,
δ., οὐ προληπτικῶςPhld.Oec.5.3,
δ. καὶ κατὰ κρίσινS.E.M.11.156.