< δολῐχογρᾰφίη
δολιχοδρομέω >
δολῐχόδειρος
,
-ον
• Alolema(s):
c. alarg. métr.
δουλ-
Il
.2.460, 15.692
de largo cuello
χηνοὶ ἢ γέρανοι ἢ κύκνοι
Il
.ll.cc., cf. Hdn.
Epim
.23, Hsch.