δολιχοδρομέω
correr el
δόλιχοςAeschin.3.91,
ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθωPhilostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.
δόλιχοςAeschin.3.91,
ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθωPhilostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.