< δολιότροπος
δολιόω >
δολιόφρων
,
-ον
engañoso
,
de mente astuta
ποινά
A.
Ch
.947,
Κύπρις
E.
IA
1300,
γυνή
Rom.Mel.44.
ιαʹ
.10,
glos. a κελαινόφρων
Sch.A.
Eu
.459.