δοκίμιον, -ου, τό
• Alolema(s): -μεῖον en inscr.
1 medio de examinar o valorar, prueba experimental, ref. al gusto
τὰ φλέβια, οἷονπερ δοκίμια τῆς γλώττης τεταμένα ἐπὶ τὴν καρδίανPl.Ti.65c,
γλῶσσαν ... γεύσεως δοκίμιονLongin.32.5, cf. Gp.2.10.7
•medic. método de investigación o examen clínico
ταῦτα πάντα καταβασανίζειν ... τοῖσι δοκιμίοισινHp.Prorrh.2.3.
2 piedra de toque y gener. medio de ensaye para metales preciosos
δ. ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ πύρωσιςLXX Pr.27.21, cf. D.H.Rh.11.1
•fig. piedra de toque como medio de poner a prueba características físicas o morales
χρυσὸς μὲν ἐν πυρί, ἀνθρώπου δὲ τρόπος ἐν δικαστηρίῳ βασανίζεται. τοῦτο δ. ἐφ' ἑκάστουLib.Decl.16.55,
ἠρώτησεν εἰ δ. ἔχει τίνι τρόπῳ πειράζεται ὁ πολύφιλοςPlu.2.230a,
δ. δὲ στρατιωτῶν κάματοςHdn.2.10.6,
τὸ φανταστὸν ἑαυτοῦ τε καὶ τῆς φαντασίας εἶναι δ.S.E.M.7.430.
3 muestra de prueba, testigo ref. monedas de oro o plata conservadas como muestras de la aleación empleada en la fundición de ofrendas
ἐκδότω δὲ ἡ ἀρχὴ ... ἐξ οὗ ἂν παραλάβῃ χρυσίου ... κατασκευάσαι ... φιάλην χρυσήν, καταλιπομένη δ.IOropos 324.31 (III a.C.),
δ. τοῦ [χρυσ]ίου τοῦ εἰς τὰς φιάλα[ς] ἐ[ν] κιβωτίῳIG 22.1424a.316, cf. 1415.12 (ambas IV a.C.),
δ. ἀπὸ τοῦ περιρραντηρίουCID 2.102A.2.10, cf. 5, 108.20 (ambas IV a.C.),
φιάλας χρυσᾶς ... καὶ δ.ID 1449Aab.2.32, cf. 442B.96 (II a.C.)
•prueba visible, muestra de virtudes morales
τῆ<ς> πρὸς θεοὺς εὐσεβείας ἔ[ργ]ῳ καλλί[στῳ] οὐ μεικρὸν δ. ἀπέλιπενOGI 308.16 (II a.C.),
τῆς σῆς περὶ συνθήκας εὐσταθείαςIambl.VP 185,
εὐνοίας δοκίμια παρασχόμενοςZos.3.13.
4 puesta a prueba, demostración
τὸ δ. ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήνel poner a prueba vuestra fe engendra constancia, Ep.Iac.1.3
•pureza, autenticidad de algo, al haber sido sometido a prueba
ἵνα τὸ δ. ὑμῶν τῆς πίστεως ... εὑρεθῇ1Ep.Petr.1.7.