< δοκιμασία
δοκιμασμός >
δοκίμασις
,
-εως, ἡ
puesta a prueba
φίλων
Polyaen.
Exc
.6 (tít.),
δ. τῶν ἐπιτηδείων καὶ τῶν ἀνεπιτηδείων
Elias
in Cat
.125.15.