< δοκίμασις
δοκιμαστέον >
δοκιμασμός
,
-οῦ, ὁ
prueba
,
juicio
οἱ δοκιμασμοὶ καὶ οἱ πειρασμοί
Mac.Aeg.
Serm
.B 20.2.2.