διᾴδω
• Morfología: [fut. διαείσομαι Theoc.5.22]
1 competir en el canto
ῥαψῳδοῦντα ... καὶ διᾴδονταArist.Po.1462a7, c. dat.
τοι διαείσομαιTheoc.l.c., cf. Phryn.PS 65, fig. ref. a teorías contrapuestas igualmente erróneas
<πάντως δὲ> διέπταισαν οὗτοι, διᾴδοντες ἀλλήλοιςPtol.Gnost.Ep.3.3.
2 disonar
op. συνᾴδωHeraclit.B 10.