διαδωρέομαι
distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers.
ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοιςX.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
•c. ac. de pers. y εἰς c. ac.
(τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατοI.BI 6.418.