< διορθωτικός
διορία >
διόρθωτος
,
-ον
que debe ser corregido
σελήνη ... τὸ τῆς ψυχῆς ἀτελὲς καὶ διόρθωτον ἀπεργάζεται
Heph.Astr.2.26.5.