διορθωτικός, -ή, -όν
I
(ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένωνClem.Al.Strom.1.26.168,
δ. τῶν πλημμελουμένωνGr.Nyss.Tres dei.51.3
•de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva)
ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόνy una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1,
ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ.Arist.EE 1248b5,
ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμιςGr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual
μέρος τῆς γραμματικῆςSch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta
ταῦτα ... δ. λέγειDidym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2,
δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξενProcl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.