< διαψυκτικός
διαψύχω >
διάψυξις
,
-εως, ἡ
enfriamiento
,
refrigeración
Plu.2.967f, Zos.Alch.
Comm.Gen
.9.18, Orib.
Syn
.9.44.2,
op. διάκαυσις
Aët.5.44.