διαψύχω
I
τὸ σῶμαHp.VM 16, en v. pas. Hp.Nat.Hom.15, abs.
χειμῶνος ἤδη συνισταμένου καὶ διαψύχοντοςEun.Hist.18.6
•refrigerar como proceso fisiológico
τὴν κοιλίηνHp.Morb.Sacr.7, cf. Arist.Pr.966b38, Thphr.Sud.39,
(φλέβας)Gal.3.307, en v. pas.
τὰ ἐν τῇ κοιλίῃHp.Morb.4.47, cf. Int.1
•abs.
ὁ ἀὴρ ... διαψύχειel aire cumple su función refrigeradora Arist.Iuu.478a20.
2 orear, airear, ventilar en v. pas. de lugares
τὸ χωρίον ... οὔτε ὑπὸ τῶν θερινῶν πνευμάτων διαψύχεταιHp.Vict.2.37
•secar al aire
τὰς ναῦςTh.7.12,
τὸ σκαφίδιονLuc.Cont.23, cf. Poll.7.191,
(στέαρ χήνειον) ἐπὶ κοσκίνου ἐν σκιᾷDsc.2.76.16,
τοὺς βότρυςAel.Ep.1, cf. Basil.M.32.1160C
•fig. exhibir posesiones, X.Cyr.8.2.21.
3 sent. dud., quizá congelar o secar en una maldición
παραδίδωμί σοι Ἀγαθήμερον ..., νεκύδαιμον, ... [ἵνα] ... διαψύξῃς ... καὶ καταψύξῃςSEG 35.224.3 (Atenas III d.C.).
4 fig. debilitar
τὴν ἐκείνου δύναμινPlu.Lys.23.
II en v. med.-pas.
1 enfriarse, quedarse frío
τὰ ἄκραHp.Acut.30,
τὸ ὑγρόνArist.Col.794b34,
τὸ σπέρμαPlacit.5.12.1,
δέμαςNonn.D.4.384.
2 secarse, hacerse estéril
ἵνα ... ἡ γῆ μὴ διαψυγῇPSI 603.11 (III a.C.).