διάσηψις, -εως, ἡ
putrefacción
ἐκ τῆς διασήψεως τοῦ κόκκου τοῦ σίτου στάχυς ... γίνεταιOrigenes Comm.in 1Cor.84.44,
ἀναβρώσεις ἢ διασήψειςAët.16.40.
ἐκ τῆς διασήψεως τοῦ κόκκου τοῦ σίτου στάχυς ... γίνεταιOrigenes Comm.in 1Cor.84.44,
ἀναβρώσεις ἢ διασήψειςAët.16.40.