διασήπω
1 intr., en aor. en -η, perf. y v. med.-pas. corromperse, pudrirse
ἢν δέ σοι τὸ ὠμόλινον διασαπῇHp.Fist.4,
(πίτυς)Thphr.HP 5.7.5,
ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τὴν ἀσπίδα διασεσηπυῖανHeraclid.Pont.89.14,
τῶν ὀφθαλμῶν διασαπέντωνLuc.Luct.18,
ὀσμὴ ... διασεσηπόςolor a corrupción Arr.Epict.4.11.18,
τὰ ἄκραPaul.Aeg.6.84,
τὸ ὕγρονAst.Am.Hom.13.12.4,
σχοινίονGp.5.44.6, c. ac. de rel.
διασαπεὶς τὸν πόδαLuc.Alex.59.
2 tr., en los demás temas y v. act. corromper, pudrir
τὸν χρῶταStr.15.1.37,
τὰ οὖλαDsc.2.173, Ael.NA 9.62,
αὐτά (τὰ ὀστᾶ)Gal.18(2).455,
τὰ ἐν βάθει ἀγγεῖαSteph.in Hp.Aph.3.254.6
•fig. c. ac. de pers. arruinar, destruir
μεPAmh.153.20 (VI/VII d.C.).