διάσεισις, -εως, ἡ
1 extorsión, PTeb.41.30 (II a.C.), UPZ 9.13 (II a.C.).
2 medic. sacudimiento
τῆς ῥάχεωςGal.18(1).520
•sucusión
ἐπὶ τὴν χειρουργίαν ἐρχόμενοι τῇ διασείσει χρησόμεθα πρότερονPaul.Aeg.6.60.2.
τῆς ῥάχεωςGal.18(1).520
ἐπὶ τὴν χειρουργίαν ἐρχόμενοι τῇ διασείσει χρησόμεθα πρότερονPaul.Aeg.6.60.2.