< διασείραμα
διάσεισις >
διασειρόω
colar
,
filtrar
διασειρώσαντες δὲ τὸ μὲν ἔλαιον καθαρὸν ἀποτίθενται
Paul.Aeg.7.20.30, en v. pas. Paul.Aeg.7.20.22.