διάργυρος 1
,
διάργυρος 2
.
< διαργυρίζω
διάργυρος >
διάργυρος
,
-ον
con incrustaciones de plata
κίονες
Ath.
Epit
.538a.
< διάργυρος
διαργυρόω >
διάργυρος
,
-ου, ὁ
mercurio
Anon.Alch.328.25.