< διακροβολισμός
διακροτέω >
διάκροκον
,
-ου, τό
medic.
colirio hecho con azafrán
κολλύρια ... τὰ διάκροκα ... καλούμενα
Gal.12.608, cf. Aët.7.22, 114, Paul.Aeg.3.22.3.