διακροτέω
I tr.
1 golpear atravesando, penetrar sent. sexual
οὔκουν ... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε;E.Cyc.180.
2 separar a golpes
τῶν πεδῶν τοὺς κρίκουςPlu.2.304b, fig.
ταῦτα μέν μοι δοκεῖς ... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναιPl.Cra.421c.
II intr., en v. med. resonar
ἐν ψόφῳ διακένων ῥημάτων διακεκρότηταιGr.Nyss.Ref.Eun.409.27.