διάζευξις, -εως, ἡ
1 desunión, separación
(ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληταιPl.Phd.88b, op. σύνθεσις:
τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ.Pamph.Mon.Solut.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.
•separación, alejamiento
ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ.Gr.Nyss.M.46.108A
•de los esposos separación, divorcio
τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέωνPl.Lg.930b, cf. Arist.Pol.1272a23, I.AI 11.195, Iust.Nou.22.20
•ref. a períodos críticos de las enfermedades
ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. συνάφειαGal.18(2).232, cf. 233.
2 gram. disyunción
(σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι(conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas A.D.Synt.125.12, cf. Gramm.Pap.1.57
•en dialéctica
συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξειςPlu.2.1011a.
3 mús. disyunción entre dos tetracordios, Aristox.Harm.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.Harm.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.