διαζευκτικός, -ή, -όν
1 gram. disyuntivo
σύνδεσμοςChrysipp.Stoic.2.68, A.D.Coni.216.5, Synt.265.15, Plu.2.1026b, Gramm.Pap.2.108,
συλλογισμόςChrysipp.Stoic.2.88,
πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευτικούς (sc. λόγους)tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.196,
ὁ ‘ἢ’ δ.Steph.in Hp.Aph.3.152.5.
2 adv. -ῶς disyuntivamente A.D.Synt.9.27,
κατὰ τοὺς τοιούτους ἅπαντας λόγους οἱ σύνδεσμοι οὐ δ., ἀλλὰ παραδιαζευκτικῶς εἰσινGal.7.537, cf. Phlp.in APr.17.29.