διωλένιος, -η, -ον
1 de brazos extendidos o abiertos de la constelación de Andrómeda
κἀκεῖθι διωλενίη τετάνυσταιArat.202.
2 sostenido por dos brazos de las antorchas
ἤλποντο διωλένιον φλόγα πεύκαςAP 7.711 (Antip.Sid.).
κἀκεῖθι διωλενίη τετάνυσταιArat.202.
ἤλποντο διωλένιον φλόγα πεύκαςAP 7.711 (Antip.Sid.).