δισύλλαβος, -ον
• Alolema(s): δισσύλ- Ath.392b
I
ἀντωνυμίαA.D.Pron.49.14,
λέξιςD.H.Comp.11.17
•subst. τὸ δ. grupo de dos sílabas Heph.4.4.
2 doble
ἐρωτήματαLuc.Bis Acc.22.
II adv. -ως disilábicamente
‘πίε’ δὲ δ. ΜένανδροςAth.446e, cf. A.D.Pron.35.25.