< δισυλλαβέω
δισύλλαβος >
δισυλλαβία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-λλαβεία
Theognost.
Can
.p.119.4
disilabismo
Theognost.l.c., Sch.D.T.270.21, Sch.Er.
Il
.16.57c,
An.Ox
.3.320.