δισχίλιοι, -αι, -α
• Alolema(s): δισχίλοι IG 13.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι SEG 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. δισχείλιοι Schwyzer 688C.18 (Quíos V a.C.), IG 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), ISmyrna 236b.14 (I d.C.), IEphesos 2211B.4 (imper.), IAphrodisias 3.51.7 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [sg. -ος, -α, -ον LXX 1Ma.9.4, Is.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]
dos mil
δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκανAlc.l.c., cf. Paus.10.38.13,
ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλιαHdt.2.44,
τάλανταAr.V.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.AI 14.105, Plu.Alex.42, cf. Ar.Fr.102, Lys.19.59, IAphrodisias l.c.,
ἀνδράποδαIG l.c.,
στάδιαPl.Criti.118a,
οἴνου κεράμιαX.An.6.2.3,
ἀνδριάντεςPlb.5.9.3,
ἱππεῖςPlb.2.24.4,
νῆεςD.S.3.44,
(χοῖροι)Eu.Marc.5.13,
χόρτου δέσμαιPOxy.3646.11 (III/IV d.C.),
(ἄνθρωποι)A.Andr.Gr.60
•αἱ δ. (sc. δραχμαί) las dos mil dracmas
ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίαςAch.Tat.5.17.5
•tb. c. sg. colect. dos mil
δ. ἵπποςHdt.l.c., LXX ll.cc.