< δισχίλιοι
δίσχιστος >
δισχιλιοστός
,
-όν
que ocupa el lugar dos mil
μετὰ ... δισχιλιοστὸν ἔτος τῆς προρρήσιος
dos mil años después de la predicción
Eus.
DE
9.1.20.