δισκοβολέω


1 lanzar el disco ἀκοντίζων καὶ τοξεύων καὶ δισκοβολῶν Gal.5.870, Hsch.s.u. δισκεύει.

2 lanzar con fuerza como se lanza un disco σφάξ<ε> με κἀφ' ὕψους δισκοβόλησε GVI 1098.6 (Tróade I/II d.C.).