δισκιπλῖνα, -ας, ἡ


sent. dud., quizá ordenanza, reglamento ἀναλαβόντες τὸν ναὸν κατὰ τὸν νόμον καὶ δι<σ>κιπλῖναν IGBulg.3.1590.14 (Augusta Trajana III d.C.).