διπύρηνον, -ου, τό
cirug. tijeras de puntas bulbosas
πόρον ἔχον ὡς παραδέξασθαι διπύρηνονHerophil.201, cf. Gal.2.581, 4.595, Cael.Aur.CP 3.3.19, Paul.Aeg.6.77.3.
πόρον ἔχον ὡς παραδέξασθαι διπύρηνονHerophil.201, cf. Gal.2.581, 4.595, Cael.Aur.CP 3.3.19, Paul.Aeg.6.77.3.