< διορκισμός
διορμάω >
διορκόω
acordar solemnemente
ποιεῖσθαι ... τὸν αὐτὸν ὅρκον ὅμπερ τοὶ ἄλλοι ποτὲ διώρκωσαν
SEG
9.3.15 (Cirene IV a.C.).