< διομολογέω
διομολογητέον >
διομολόγησις
,
-εως, ἡ
pacto
πρὸς Ἀσδρούβαν
Plb.3.27.9
•
contrato concerniente a
ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων
D.S.9.10.