διομολογέω
• Morfología: [raro en v. act., gener. en v. med.]
1 prometer, comprometerse c. inf., gener. de fut.
διωμολόγησεν ... ἀποστήσεσθαι βασιλέωςX.Ages.3.5,
διωμολογήσατο ... τιμὴν ἀπολαβεῖνIs.8.23,
μηδεμίαν προῖκα ... διωμολογήσαντο ἕξεινIs.3.28,
μηδὲν εἰς αὐτὸν παρανομήσειν διομολογησαμένωνD.H.4.55,
ἀργυρίον ... ἀποδώσειν ... διομολογησάμενοςLuc.Icar.5, cf. D.C.44.26.3, en v. pas.
χρυσίου συχνοῦ διομολογηθέντος ὑπὲρ τῆς γυναικόςPlb.21.38.3,
τὸν διομολογηθέντα μισθόνPh.2.368.
2 convenir, reconocer, ponerse de acuerdo en c. ac.
τοὺς τόκουςD.56.5,
ἃ ... ἔλεγον διομολόγησαί μοιPl.Grg.500e, c. ac. compl. dir. y giro prep.
ἅπαντα διωμολογημένος πρὸς τὸν πατέραD.28.14, c. complet. de inf.
διωμολογησάμεθα τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναιPl.R.650d,
ἐπεὶ διομολογήσαιτο ... ἀγαθὸν εἶναιX.Mem.1.2.57, c. interr. indir.
δεῖ λόγον ἡμᾶς διομολογήσασθαι τί ποτ' ἔστινPl.Sph.260a,
χρείη διομολογήσασθαι πότερον ...Pl.R.394d,
ἥντινα χρὴ ... ἀγαγεῖνTheopomp.Hist.121,
διομολογησώ[με]θα τί ἐστινEpicur.Fr.[21.5] 16,
οὐ διομολογεῖται πρὸς σέ, ὃν ἔχει τρόπονPhilostr.VA 2.40, c. conj.
ὅτι ... δυνατά, διωμολόγηταιPl.R.456c, c. giro prep.
περὶ τῶν δοθησομένωνIs.3.39,
περὶ πάντωνD.S.1.91
•abs. Pl.R.507a, Phdr.237c, Aen.Tact.24.5
•tb. en v. act.
οὐδὲ τὴν ἀρχὴν αὑτοῦ εἶναι διωμολόγειLuc.Nigr.26
•en v. pas. τὰ διομολογημένα lo acordado, los acuerdos
δεῖν μένειν ἐπὶ τοῖς ἐξ ἀρχῆς διομολογουμένοιςPlb.31.19.1,
τὰ διωμολογημένα κύρια ἔστωque los acuerdos sean vinculantes, POxy.3482.15 (I a.C.), 3690.19 (II d.C.), cf. BGU 350.17 (II d.C.),
τὰ διομολογηθέντα παρ' ἐμοῦ ἐν ταύτῃ τῇ διαλυτικῇ ὁμολογίᾳPMich.Gagos 82 (VI d.C.), c. dat.
τοῦτο ... οὔπω διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοίPl.Euthd.282c, c. giro prep.
ταῦτα ... διομολογηθῆναι πρὸς ἀμφοτέρωνD.H.11.59,
τὴν Ἀσίαν ... διωμολόγηται ... παρ' ἡμῶν ... βασιλέως εἶναιIsoc.4.137.
3 abs. llegar a un acuerdo
διομολογησάμενος ὁ Εὐκτήμων ἐναντίον τοῦ ἄρχοντοςIs.6.32.