διομαλίζω
1 tr. realizar con constancia o uniformidad
τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητήςPhld.Po.5.37.23, cf. S.E.M.5.103.
2 intr. ser constante
ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναιque la virtud superior y constante es ignorada Phld.Rh.1.264, cf. Sch.Pi.N.3.72a, c. giro prep.
τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ...Longin.33.4,
ἐν τοῖς ἀποτελέσμασιref. al trabajo del artista, S.E.M.11.207,
ἐν τοῖς κατορθώμασιS.E.M.11.207
•persistir
μέχρι τῆς τελευτῆςPlu.Cat.Ma.4.