διομαλισμός, -οῦ, ὁ


1 uniformidad τῷ διομαλισμῷ καὶ τάξει ταῦτα διορίζεσθαι S.E.M.11.206, cf. P.3.244.

2 persistencia en la regularidad κατὰ τοὺς διομαλισμούς Herod.Med. en Orib.7.8.5.