διολισθάνω
• Alolema(s): -θαίνω Pl.Ly.216d, Luc.Cont.1, Lib.Or.11.225, Eun.VS 502, Synes.Insomn.18
• Morfología: [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]


I intr.

1 deslizarse, dislocarse τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.Art.63
escurrirse, deslizarse ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.Anach.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.Gym.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.Or.11.225
c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo Philostr.Im.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D
c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.Dom.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.Or.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.
fig. nacer τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.NA 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada Gr.Naz.M.37.547A.

2 fig. escapar a en sent. neg., i.e., quedarse sin c. gen. ἄμφω διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.Res.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.Eun.1.616.

II tr.

1 fig. escabullirse, escapar a τοὺς χρήστας Ar.Nu.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.Im.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) Anacreont.30.

2 fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua, e.d. balbuceando de un borracho, Luc.Vit.Auct.12.