διοκωχή, -ῆς, ἡ
cese
ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχήen la peste, Th.3.87
•en las armas tregua
διοκωχὴν ᾐτήσαντοD.C.39.47.2,
ἀσπόνδῳ διοκωχῇD.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.
ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχήen la peste, Th.3.87
διοκωχὴν ᾐτήσαντοD.C.39.47.2,
ἀσπόνδῳ διοκωχῇD.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.