διοδεύω
I tr.
1 atravesar, recorrer
τὴν χώρανPlb.2.15.5,
τὴν ἈμφίπολινAct.Ap.17.1,
τὴν ΦωκίδαPlu.Ages.17,
τὴν ἄλλην ΑἴγυπτονX.Eph.5.2.7,
τὰ ἴδια ὅριαVett.Val.137.18, cf. 163.1, Synes.Ep.66,
Ἥλιε κ[όσμ]ον ὅλον διοδεύων καθ' ἡμέρανICil.48.4 (III d.C.), en v. pas.
σήραγγες, ἠέρι διοδεύμεναι (sic)Hp.Ep.23,
(ἡ ἅλς) διοδευομένη δ' ὑπὸ ναύταιςAP 9.708 (Phil.),
διοδευθησομένων ὑπὸ τοῦ ἐμβρύου χωρίωνSor.136.4,
τὰ ... κέλλια μὴ διοδεύεσθαι παρ' αὐτοῦSB 6000.31 (VI d.C.)
•fig.
τὸ νυκτερινὸν διοδεύωνdel pueblo israelita Orac.Sib.3.250,
πᾶν πάθοςIren.Lugd.Haer.1.4.5.
2 hallar en el camino, encontrar
πανδοκεῖον καλόνArr.Epict.2.23.36,
χαίρετε πάντες οἱ διοδεύοντες τὴν πύελον ταύτηνSEG 36.1157 (Bitinia, crist.),
χαίρετε πάντες οἱ διοδεύοντες τὴν πύελον ταύτηνSEG 36.1157 (Bitinia, imper.).
II intr.
1 pasar
κατὰ πόλιν καὶ κώμηνEu.Luc.8.1,
οἱ διοδεύοντες διὰ τῶν νομῶν στρατιῶται καὶ ἱππεῖςlos soldados y jinetes que están en tránsito por los nomos, ITemple of Hibis 1.22 (I d.C.), cf. IEJ 16.1966.59.28 (Escitópolis, Siria II a.C.),
γεφύρας ... δι' ὧν καὶ ἅμαξαι δ. δυνήσονται καὶ πάντα τὰ τετράποδαINikaia 1.7 (II d.C.),
διὰ Μαρίας διοδεύωνde Cristo, Iren.Lugd.Haer.1.7.2
•en v. med. mismo sent.
διοδεύμενοι διὰ τῆς προυπαρχούση[ς ἐκ] τοῦ πύργου εἰς τὴν ῥύμην διόδουBGU 1273.56 (III a.C.)
•atravesar una región o lugar
ὁ βασιλεὺς ὁ Περσῶν, ὅτε διοδεύοι, τρεῖς ἡμέρας ἔμενεArist.Mir.832a28,
πολὺ γὰρ πλῆθος ἐμπόρων τὸ διοδεῦον ἦνpues era grande la multitud de mercaderes que atravesaba la región X.Eph.4.1.5,
ἕως ἂν ὅλον τὸ τοῦ ἐμβρύου σῶμα διοδεύσῃSor.141.30
•fig. c. gen.
διοδεύσει πάντων οὕτως ἡ τύχηy así el destino recorrerá a todos I.BI 3.389.
2 fig. pasar, cesar, desvanecerse la causa de una enfermedad, Gal.8.20,
ἡ μὲν εὐφημία διώδευσεν, οἱ δὲ πόνοι ἐλύθησανNil.M.79.1109C.
3 penetrar
(ὀσμὴ μύρου) λεπτὴ διοδεύουσα δύναμιςHippol.Haer.10.11.2.