< διοδευτέον
διοδεύω >
διοδευτός
,
-όν
transitable
,
abarcable
,
accesible
fig.
ὁ Θεὸς ... τὸ ἄβατον ἡμῖν δ. τῇ διαιρέσει τοῦ λόγου παρασκευάζει
Origenes
Io
.6.46.