< δίνομον
δῖνος >
δινοποιέω
hacer dar vueltas en un remolino
,
destrozar
οὐχὶ σὺ εἶ ὁ λατομήσας ὅρμημα, ὡς δινοποιήσας κῆτος;
Aq.
Is
.51.9.