< διμοιραῖος
δῐμοιρία >
διμοιράκις
adv.
por dos tercios
εἰ ἅπαξ καὶ δ. τὰ λ̅ ποιήσομεν, ἕξομεν τοῦ μὲν Κρόνου τὰς ν̅ ἡμέρας
Vett.Val.359.23, cf. 25, 26.