διμοιραῖος, -α, -ον
• Alolema(s): διμοιριαῖος Vett.Val.268.15, Apollod.Poliorc.162.7, Io.Mal.Chron.11.277
• Grafía: graf. -εῖος SB 12139.2.6 (II/III d.C.), -ιεος PMasp.126.42, 50 (VI d.C.)


1 doble χρόνοι Vett.Val.l.c., ἐκ διμυρείου (sic) μέρους SB l.c., σιτηρέσια διμοιραῖα raciones dobles para el trabajo nocturno SEG 8.355 (Egipto VI d.C.), glos. a διμοιρίτης Hsch.δ 1851.

2 de dos tercios μῆκος Apollod.l.c., μὴ περαιτέρω τοὺς ἀργύρου τραπέζης προεστῶτας διμοιραίου τόκου δανείζειν Iust.Nou.136.4, cf. PMasp.ll.cc.
de la estatura algo más baja de lo normal en descripciones de emperadores, Io.Mal.l.c., M.97.393A.