δικαιοπράγημα, -ματος, τό
acción recta
τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττεινArist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.
τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττεινArist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.