δικαιοπραγής, -ές
que obra rectamente, de recta conducta
βασιλείαPSI 76.5 (VI d.C.),
τὸ εὐῶδες ... ὑμῶν δικαιοπραγὲς πρόβλημαPMasp.5.7 (VI d.C.), fig. del comportamiento de algunos anim., Sch.Ar.Au.1354a, Sud.s.u. ἀντιπελαργεῖν
•neutr. compar. subst. sentido de la justicia
αὐτῆς τὸ μισοπόνηρον ἐν ἅπασι καὶ πολ[υμ]ελὲς αὐτῆς δικαι[ο]πραγέστερονPMasp.279.11 (VI d.C.).