διημερεύω
I
μετ' αὐτοῦPl.Phd.59d,
μετὰ σοῦ ἄσιτος καὶ ἄποτοςX.Cyr.7.5.53, c. dat. o prep. y dat.
διημέρευον αὐτοῖς πάντεςI.AI 17.149,
ἐν τοῖς σκιραφείοιςIsoc.7.48, cf. Aeschin.1.53, Theopomp.Hist.49, Ph.2.522, Paus.6.24.4, Iul.Mis.340a, X.Eph.1.5.3,
ψυχαὶ ... ἐν τῷ τοῦ παντὸς θεάτρῳ διημερεύουσαιPh.1.266,
ἐν τῷ κινδύνῳD.S.16.46,
ἐν ταῖς τειχομαχίαιςD.S.12.61, c. part. pred.
διημερεύει τὸ μὲν ὀχεῦον τὸ δ' ὀχευόμενονdel camello, Arist.HA 540a16,
διημερεύουσι ... ποιοῦντεςThphr.Char.8.13,
καθίσας ἐν τῇ γῇPlu.2.166a, cf. Alex.23, Cat.Mi.5, c. adj. pred.
μήτε κενὸς μήτε ἄγαν πλήρηςX.Oec.11.18, cf. Plu.2.157d (= Epimenid.A 5), c. adv.
ἥδιονX.Ages.8.2,
ἀγαπητῶςAesop.297, c. ac. int.
τὴν ἐπιοῦσαν δὲ ἡμέρανX.HG 5.4.4, abs. Plu.2.630b
•durar todo el día del viento
διὰ τί, ἂν ἕωθεν πνεῖν ἄρξηται, διημερεύει μᾶλλον;Arist.Pr.947a25.
2 aor. vivir un día, tener una existencia de un día
τὰ δὲ (ζῷα) διημερεύσανταPlu.2.111d.
II tr. estar ocupado en
τὰς ... λιτάςEuagr.Schol.HE 1.21 (p.30).