< διήλῠσις
διημερεύω >
διημαρτημένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαμαρτάνω
equivocadamente
,
erradamente
Chrysipp.
Stoic
.3.113, Hipparch.1.1.4, Call.
Dieg
.9.12 (
Fr
.201), Gal.5.369, Poll.6.205, Alex.Aphr.
in Metaph
.172.5.