διευθύνω
I en v. act.
1 mantener recto
τὸν δρόμονPh.1.327,
εὐθεῖαν ὁδόνDig.27.1.10.3
•fig. mantener con rectitud, llevar por el buen camino
(τὴν βασιλείαν)Aristeas 188,
τὰς ἀρχάςVett.Val.254.6,
τὴν βουλὴν κατὰ τὸ καλόν1Ep.Clem.61.2,
εἰς ἐκείνην τὴν τάξιν ... τὰ ἀνθρώπιναThem.Or.9.127a,
τὰ ἡμέτερα πάντα προνοητικῶςAnon.Hier.Luc.42.5.
2 mantener, conservar, preservar
(ὁ Ἥλιος) τὸν κύκλονVett.Val.166.1,
τοὺς καιρούςMeth.Symp.217.
3 enderezar, corregir
εἴ τι μὴ καλῶς εἰρῆσθαι δοκεῖ, διευθύνετεLuc.Prom.19, cf. Cal.9, Man.4.90,
τὰς δόξαςEus.HE 4.24.1,
τὴν ... αἵρεσινEus.HE 5.28.2
•resolver un asunto, poner en orden
μέχρι ο]ὗ διευθύνω ἃ πρός [με ἔχει Ἡρα]κλείδηςhasta que resuelva el asunto que Heraclides tiene contra mí, PMich.533.8 (II d.C.),
ἐκεῖνα πράγματαPGiss.72.8 (II d.C.), cf. POxy.495.9 (II d.C.) en BL 1.324
•en v. med. tratar de resolver
εἰ ἦν πρὸ τῆς γεννήσεως, ἢ οὐκ ἦνGr.Naz.M.36.85C
•fig. recomponer, uso euf. por aliviar el vientre
διευθῦναι (τὴν γαστέρα)Aq.1Re.24.4.
4 pagar, saldar una cuenta
ἐκ τῶν ἰδίων τὴν ὑπὲρ αὐτῆς παραγραφήνPLond.924.8 (II d.C.),
τὰ δημόσιαPFay.296, cf. PMich.629.9 (ambos II d.C.),
τῷ ἱερ[ωτάτῳ] ταμιείῳ τὰ ... δημόσια πάνταPYoutie 78.15 (IV d.C.).
5 escoltar, acompañar
τῆς τάξεως ... διευθυνούσης τὸν ὕπαρχονLyd.Mag.3.35
•flanquear
αἱ ... τὴν πόλιν διευθύνουσαι στοαίLyd.Mag.3.70.
II uso esp. de v. med. gozar de prosperidad, estar floreciente
διεξαγέτω τὸν βίον, χαίρων καὶ διευθυνόμενοςNil.M.79.249A.