διεσπασμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπάω
1 intermitente, irregularmente
ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσανHp.Epid.1.1, 3.2,
ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντεςS.E.M.6.44,
δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένηςPhlp.in de An.316.31
•acá y allá
εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶνGal.4.263,
εὑρεῖν op. συνημμένωςBasil.Spir.58.20, cf. Amph.Ep.Syn.1.
2 en diferentes momentos Chrys.M.60.21.