διεσπαρμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπείρω de forma dispersa, acá y allá
ἐν τοῖς βιβλίοις συνέγραψανGal.19.347,
περί τινος ἐξηγήσασθαιAristid.Quint.3.15,
τὸ πνεῦμα ... κατὰ μικρὰ μὲν ἐκκρινόμενον καὶ δ.Alex.Aphr.in Mete.134.1, cf. Olymp.in Mete.37.38,
κεῖταιOrigenes Princ.4.6, cf. Nil.in Cant.27.21, Sch.Poll.3.129.