διερεύνησις, -εως, ἡ
1 investigación, estudio Epicur.Fr.[34.32] 13, c. gen.
τῆς τῶν ἐλεφάντων θήραςStr.16.4.5, cf. Iambl.Comm.Math.22,
τοῦ ὄντοςProcl.in Prm.1072.2,
σαφὴς γίνεται ἡ δ. τοῦ πράγματοςClem.Al.Strom.8.11.2.
2 plu. patrullas de exploración Afric.Cest.11.2.28.